Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ατονώ — (AM ἀτονῶ, έω) [άτονος] χάνω τη δύναμή μου, εξασθενώ νεοελλ. χάνω το κύρος μου, περιέρχομαι σε αχρηστία, δεν ισχύω («αυτό το άρθρο έχει ατονήσει προ πολλού») … Dictionary of Greek
υπερχρονίζω — ὑπερχρονίζω ΝΜΑ [χρονίζω] χρονίζω πάρα πολύ, διαρκώ περισσότερο από το κανονικό, καθυστερώ πάρα πολύ νεοελλ. αφήνω κάτι να ατονήσει με την παρέλευση τού χρόνου … Dictionary of Greek
Άβγαρος — Όνομα βασιλιάδων της Έδεσσας της Μεσοποταμίας, που άκμασαν μεταξύ 132 π.Χ. και 216 μ.Χ. O γνωστότερος Ά. έζησε στα χρόνια του Ιησού, τον οποίο και κάλεσε στην Έδεσσα για να τον θεραπεύσει από ανίατο νόσημα. Ο Ιησούς, κατά την παράδοση, δεν… … Dictionary of Greek
Αλαμάνος, Ζαχαρίας — (16ος αι.). Ευγενής από την Κέρκυρα. Αναφέρεται και ως Αλεμάνος. Διετέλεσε μέλος της πρεσβείας, που πήγε στη Βενετία και κατάφερε να επικυρώσει από τη Γερουσία της ιταλικής πόλης τα παλαιά προνόμια του νησιού που είχαν ατονήσει. Παράλληλα… … Dictionary of Greek
ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… … Dictionary of Greek
επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
Ευαγγελικά — Ονομάστηκε έτσι η σειρά των βίαιων αντιδράσεων μιας μερίδας του Τύπου και των φοιτητών, όταν δημοσιεύτηκε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Οι αντιδράσεις αυτές κορυφώθηκαν με τα αιματηρά γεγονότα στις 8 Νοεμβρίου 1901 οδηγώντας τη χώρα … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
παρέγγραπτοι — Ονομάζονταν έτσι όσοι ήταν γραμμένοι παράνομα στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, και ιδιαίτερα στο ληξιαρχικόν γραμματείον του κάθε δήμου, όπου γινόταν η πρώτη εγγραφή των νέων μόλις συμπλήρωναν τα 18 τους χρόνια. Η πόλη της Αθήνας φρόντιζε… … Dictionary of Greek