ἀτονήσει

ἀτονήσει
ἀτονέω
to be relaxed
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀτονέω
to be relaxed
fut ind mid 2nd sg
ἀτονέω
to be relaxed
fut ind act 3rd sg
ἀ̱τονήσει , ἀτονέω
to be relaxed
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱τονήσει , ἀτονέω
to be relaxed
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ατονώ — (AM ἀτονῶ, έω) [άτονος] χάνω τη δύναμή μου, εξασθενώ νεοελλ. χάνω το κύρος μου, περιέρχομαι σε αχρηστία, δεν ισχύω («αυτό το άρθρο έχει ατονήσει προ πολλού») …   Dictionary of Greek

  • υπερχρονίζω — ὑπερχρονίζω ΝΜΑ [χρονίζω] χρονίζω πάρα πολύ, διαρκώ περισσότερο από το κανονικό, καθυστερώ πάρα πολύ νεοελλ. αφήνω κάτι να ατονήσει με την παρέλευση τού χρόνου …   Dictionary of Greek

  • Άβγαρος — Όνομα βασιλιάδων της Έδεσσας της Μεσοποταμίας, που άκμασαν μεταξύ 132 π.Χ. και 216 μ.Χ. O γνωστότερος Ά. έζησε στα χρόνια του Ιησού, τον οποίο και κάλεσε στην Έδεσσα για να τον θεραπεύσει από ανίατο νόσημα. Ο Ιησούς, κατά την παράδοση, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αλαμάνος, Ζαχαρίας — (16ος αι.). Ευγενής από την Κέρκυρα. Αναφέρεται και ως Αλεμάνος. Διετέλεσε μέλος της πρεσβείας, που πήγε στη Βενετία και κατάφερε να επικυρώσει από τη Γερουσία της ιταλικής πόλης τα παλαιά προνόμια του νησιού που είχαν ατονήσει. Παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

  • επανορθώσεις, πολεμικές — Η οφειλή ενός ηττημένου κράτους προς τους νικητές, για την αποκατάσταση των ζημιών και απωλειών οι οποίες προξενήθηκαν κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Δηλαδή, πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αποζημίωσης, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελικά — Ονομάστηκε έτσι η σειρά των βίαιων αντιδράσεων μιας μερίδας του Τύπου και των φοιτητών, όταν δημοσιεύτηκε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Οι αντιδράσεις αυτές κορυφώθηκαν με τα αιματηρά γεγονότα στις 8 Νοεμβρίου 1901 οδηγώντας τη χώρα …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • παρέγγραπτοι — Ονομάζονταν έτσι όσοι ήταν γραμμένοι παράνομα στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, και ιδιαίτερα στο ληξιαρχικόν γραμματείον του κάθε δήμου, όπου γινόταν η πρώτη εγγραφή των νέων μόλις συμπλήρωναν τα 18 τους χρόνια. Η πόλη της Αθήνας φρόντιζε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”